- πάρφασις
- -άσεως, ή, Α(ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάρφασις — παράφασις address fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek